ἰθυφαλλικά

ἰθυφαλλικά
ἰθυφαλλικός
ithyphallic
neut nom/voc/acc pl
ἰθυφαλλικά̱ , ἰθυφαλλικός
ithyphallic
fem nom/voc/acc dual
ἰθυφαλλικά̱ , ἰθυφαλλικός
ithyphallic
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ειδώλιο — Μικρό άγαλμα κατασκευασμένο από πηλό, πέτρα, ξύλο, χαλκό ή ελεφαντοστό. Τα πρώτα ε. εμφανίζονται ήδη στους πολιτισμούς της ανώτερης παλαιολιθικής περιόδου. Πρόκειται για αγαλμάτια, κυρίως λίθινα, που παριστάνουν γυναικείες μορφές με ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • ιθυφαλλικός — ἰθυφαλλικός, ή, όν (Α) [ιθύφαλλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο* 2. φρ. «ἰθυφαλλικὸν μέτρον» η τροχαϊκή βραχυκατάληκτη τετραποδία ή το τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰθυφαλλικά ποιήματα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”